- πολυχονδρίτιδα
- η, Νιατρ. νόσος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και καταστροφή τών χόνδρων, αρχίζει στη μέση ηλικία και συνηθέστερα προσβάλλει το εξωτερικό αφτί και τη μύτη, ενώ άλλες φορές εντοπίζεται στην τραχεία στο εσωτερικό αφτί, προκαλώντας κώφωση ή μπορεί να επιφέρει φλεγμονή τού οφθαλμού.
Dictionary of Greek. 2013.